- κεστός
- Αρχαία ελληνική λέξη, που αρχικά σήμαινε κεντητός. Κ. ιμάς ονομαζόταν ένα είδος ζώνης που φορούσαν οι γυναίκες ακριβώς κάτω από το στήθος ή γύρω από αυτό, όπως αργότερα τον στηθόδεσμο. Με τον καιρό, το ουσιαστικό παραλείφθηκε και έμεινε το επίθετο κ. Σήμαινε ιδίως τον κεντητό ιμάντα της Αφροδίτης, τον οποίο κοσμούσαν –σύμφωνα με την ομηρική έκφραση– όλα τα θελκτήρια, δηλαδή τα γοητευτικά πράγματα. Η ίδια η Αφροδίτη διαβεβαίωνε την Ήρα πως «κανείς δεν θα μπορεί να της αντισταθεί, αν βάλει στον κόρφο της την πλουμιστή αυτή λωρίδα» (Ιλιάδα, Ξ 129).
* * *κεστός, -ή, -όν (ΑΜ) [κεντώ]1. αυτός που έχει στολίσματα, ποικίλματα, κεντίδια, κεντητός («κεστὸς ἱμάς», Ομ. Ιλ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεστόςο ζωστήρας, ιδίως τής Αφροδίτης, ο οποίος είχε μεγάλη θελκτική δύναμη (α. «κεστοῡ δεσπότις» — η Αφροδίτηβ. «τὸν τῆς Ἥρας καλλωπισμὸν ἐπὶ τὸν Δία καὶ τὴν περὶ τὸν κεστὸν γοητείαν», Λουκιαν.)3. μτφ. γοητεία, θέλγητρο.
Dictionary of Greek. 2013.